- αναιτιάζω
- 1. απαλλάσσω κάποιον από την εναντίον του κατηγορία2. αποδεικνύω το αβάσιμο μιας κατηγορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό ως απόδοση τού ιταλ. discolpare].
Dictionary of Greek. 2013.